Η κοινωνική πίεση στη γυναικεία εικόνα σώματος ως παράγοντας στην εμφάνιση διατροφικών διαταραχών
γράφουν οι:
Δρ Σπυρίδων Κανελλάκης, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος – Ψυχολόγος
Ευστάθιος Σκουφάς, MSc, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Εισαγωγή
Σε παγκόσμιο επίπεδο η παχυσαρκία έχει αποκτήσει διαστάσεις επιδημίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας από το 1975 έχει τριπλασιαστεί το ποσοστό παγκοσμίως. Σύμφωνα με δεδομένα του 2016 το 39% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπέρβαροι και το 13% είναι παχύσαρκοι. Ενώ στην Ανατολική Μεσόγειο το ποσοστό αγγίζει το 49.5% και 19.5% για υπερβαρότητα και παχυσαρκία αντίστοιχα. Αυτό το ποσοστό δεν είναι ίδιο για τα δύο φύλα. Στις γυναίκες, στα κράτη τις ανατολικής μεσογείου, φαίνεται να είναι ελαφρώς μεγαλύτερο με ποσοστά 49.8% υπερβαρότητας και 24.3% παχυσαρκίας (WHO, 2018).
Παράλληλα, στην Ελλάδα η φυσική δραστηριότητα των παιδιών φαίνεται να μειώνεται συνεχώς με λιγότερο από 30 λεπτά ημερησίως και ο χρόνος οθόνης να αυξάνεται συνεχώς αγγίζοντας τις 2 ώρες τη μέρα (Fernandez-Alvira et al., 2015) που ξεπερνά τις συστάσεις, ενώ ως παράγοντας σχετίζεται σημαντικά με την παχυσαρκία (Tambalis, Panagiotakos, Psarra, & Sidossis, 2018). Αντίστοιχα, στα πλαίσια της αυτοματοποίησης, η εργασία των ενηλίκων γίνεται ολοένα και πιο καθιστική (Pitsavos, Panagiotakos, Lentzas, & Stefanadis, 2005).
Ταυτόχρονα, ο επιπολασμός των διατροφικών διαταραχών όπως νευρογενής ανορεξία, βουλιμία και ορθορεξία αυξάνεται (Hail & Le Grange, 2018) ενώ οι παθήσεις αυτές παρουσιάζονται ολοένα και σε νεότερους ασθενείς (Field et al., 2001). Η διαφορά μεταξύ του κοινωνικά ιδεώδους πολύ αδύνατου σώματος και του συνήθους – φυσικού μεσογειακού σωματότυπου είναι προφανής. Οι αιτίες για αυτό είναι σύνθετες και περιλαμβάνουν τις πιέσεις από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης για πολύ αδύνατο σωματότυπο από τη μία και τις οικογενειακές διατροφικές συνήθειες, τις κακές διατροφικές επιλογές λόγω περιβάλλοντος και προτιμήσεων αλλά και την πολύ χαμηλή φυσική δραστηριότητα από την άλλη. Ο αυστηρός διαιτητικός περιορισμός έχει αναφερθεί ότι οδηγεί σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο υπερκατανάλωσης τροφής που με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση σωματικού βάρους επιδείνωση της εικόνας σώματος και αύξηση των ακραίων συμπεριφορών (Derenne & Beresin, 2006).
Παρόλο που είναι δελεαστικό να κατηγορήσουμε αποκλειστικά τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για την δημιουργία μη ρεαλιστικών προτύπων φυσικής ομορφιάς, η αλήθεια μάλλον είναι πιο περίπλοκη. Ιστορικά το επικρατές πολιτιστικό καθεστώς ανέκαθεν διαμόρφωνε την κοινή γνώμη αναφορικά με τον ιδανικό γυναικείο σωματότυπο. Παρόλα αυτά στην σημερινή κουλτούρα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων της τηλεόρασης, του διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του κινηματογράφου και του τύπου) είναι πολύ πιο ισχυρά από κάθε άλλη φορά. Η παρούσα εργασία θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει τη σχέση του ρεαλιστικού σώματος με την παχυσαρκία και την εικόνα σώματος υπό την πίεση των μέσων μαζικής επικοινωνίας και την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών και να προτείνει τελικά πιθανές οδούς αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ιδανική σωματική εικόνα στο πέρασμα του χρόνου
Κάθε εποχή χαρακτηρίζεται από τα ιδιαίτερα πρότυπα ομορφιάς για το γυναικείο φύλο. Συχνά, όμως, η επίτευξη μιας ιδανικής – πρότυπης εικόνας σώματος είναι μη ρεαλιστική. Για παράδειγμα, οι εύπορες γυναίκες με υψηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση έχουν περισσότερες πιθανότητες να αγγίξουν τα εκάστοτε πρότυπα ομορφιάς με τεχνητά μέσα. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις οι γυναίκες είναι πρόθυμες να οδυνηρές παρεμβάσεις για να επιτύχουν την «ιδανική» σωματική εικόνα.
Κατά την αποικιακή περίοδο, το σκληρό περιβάλλον αλλά κι η έλλειψη άνεσης απαιτούσαν ότι όλα τα μέλη της οικογένειας θα πρέπει να συνεισφέρουν στον αγώνα για επιβίωση. Συνεπώς, δινόταν βάση στη δομή μεγάλων οικογενειών όπου ο μεγάλος αριθμός παιδιών θα μπορούσε να συμβάλλει στις αγροτικές και οικιακές εργασίες. Για τους παραπάνω λόγους, τα κοινωνικά πρότυπα συμβάδιζαν με γυναίκες που ήταν γόνιμες, δυνατές και ικανές. Ωστόσο, το 19ο αιώνα τα πρότυπα ομορφιάς φαίνεται να άρχισαν να αλλάζουν. Πλέον, οι γυναίκες με λεπτή μέση και μεγάλη περιφέρεια αποτελούσαν πιο θελκτική εικόνα, έτσι ώστε να μπορεί ο άνδρας να καλύπτει τη μέση της γυναίκας με τα χέρια του (Thesander, 1997). Μάλιστα, γυναίκες με οικονομική επιφάνεια αφαιρούσαν τα οστά των πλευρών ώστε να μειώσουν το δυνατό την περιφέρεια της μέσης. Παρά το γεγονός, ότι τέτοιες πρακτικές μπορούσαν προκαλέσουν προβλήματα υγείας, όπως δύσπνοια και πνευμονία, η χρήση του λεγόμενου κορσέ ήταν σημείο αναφοράς για τη μόδα της εποχής. Αυτή η φιλάσθενη και εύθραυστη εικόνα μόνο αποκρουστική δεν ήταν. Συγκεκριμένα, αυτές οι γυναίκες θεωρούνταν ιδανικές για γάμο και γι αυτό το λόγο στο σχολείο διδάσκονταν την τέχνη της λιποθυμίας (Fallon, 1994).
Στην αρχές του 20ου αιώνα πια το κλίμα αρχίζει και διαφοροποιείται. Γεννιέται το φεμινιστικό κίνημα που θα αλλάξει το ρου της μόδας της ομορφιάς. Παλαιότερα κείμενα αναφέρουν, μάλιστα, ότι ο κορσές ήταν η κύρια ώθηση για τη δημιουργία του φεμινιστικού κινήματος (Anderson BS, 1999). Αυτή την περίοδο, λοιπόν, οι γυναίκες αποτινάσσουν τα περίπλοκα φορέματα και προτιμούν παντελόνια, που παρέχουν πιο ευέλικτες κινήσεις, κόβουν τα μαλλιά τους κοντά, καπνίζουν και μάχονται για το δικαίωμα της ψήφου. Αυτή την περίοδο, η τάση της μόδας επιβάλλει η γυναίκα να είναι λεπτή με γωνίες και με ανδροπρεπές ύφος.
Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου τα πρότυπα ομορφιάς διαφοροποιούνται και πάλι. Οι γυναίκες εισέρχονται στον εργασιακό στίβο της βιομηχανίας για να υποστηρίξουν τον εξοπλισμό του πολέμου, τη στιγμή που οι άνδρες βρίσκονται στο πεδίο της μάχης, ενώ παράλληλα αρχίζουν να ασχολούνται και με αθλήματα. Συνεπώς, έρχεται στο προσκήνιο και πάλι η εικόνα της δυνατής, ικανής και ανταγωνιστικής γυναίκας όπως κατά την αποικιακή περίοδο. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν μετά τον πόλεμο. Οι άνδρες επέστρεψαν και αποζητούσαν την παραδοσιακή οικογένεια και το διαχωρισμό των φύλων. Οι γυναίκες άρχισαν να φορούν και πάλι φορέματα και φούστες και η γονιμότητα αποτελεί σημείο αναφοράς. Σε τέτοιο βαθμό όπου οι καμπύλες του γυναικείου σώματος αποκτούν εκατομμύρια οπαδούς με προεξέχουσες τις καμπύλες της Marilyn Monroe ((Brumberg, 1997) cited in (Derenne & Beresin, 2006)).
Τέλος, τη δεκαετία του ΄60, όπου μεταξύ άλλων εμφανίζονται και τα «παιδιά των λουλουδιών», οι γυναίκες μάχονται και πάλι για ίσα δικαιώματα στην εργασία και το σπίτι. Επιπλέον, γνωρίζουν τη σεξουαλική απελευθέρωση εξαιτίας, κυρίως, της ανακάλυψης της τεχνητής γονιμοποίησης. Αναφορικά με τα πρότυπα ομορφιάς, η τάση της μόδας επιστρέφει στις αρχές του αιώνα με οδηγό τα λεπτά, αγορίστικα σώματα και ίνδαλμα το μοντέλο Twiggy.
Παρούσα επιρροή από τα ΜΜΕ
Η παρούσα κουλτούρα των μέσων μαζικής επικοινωνίας είναι σύνθετη και συγχυτική. Οι γυναίκες πολιορκούνται από το μήνυμα ότι «μπορούν και πρέπει να τα έχουν όλα». Βομβαρδίζονται με την ιδέα ότι πρέπει να είναι τέλειες στην οικογένεια, την εργασία και το σπίτι ενώ πολλές γυναίκες “πρότυπα” τους επιβάλλουν πως θα το κάνουν στην τηλεόραση στο youtube και το instagram. Τα μοντέλα με όψη ναρκομανούς της δεκαετίας του 90 ακόμα ανταγωνίζονται τις πληθωρικές Πάμελα Άντερσον της δεκαετίας του 2000 και την ακόμα πιο πληθωρική σύγχρονη Κιμ Καρντασιάν. Παράλληλα, φαίνεται να προβάλλονται συνεχώς τα καλογυμνασμένα μοντέλα «fitness» ενώ συνεχίζουν να πωλούνται αδύνατες Barbie με εξωπραγματικά μεγάλο στήθος για το σωματότυπό τους που φαίνεται να παίρνει «σάρκα και οστά» στα μοντέλα των περιοδικών μόδας και του instagram μέσα από την προφανή επέμβαση του πλαστικού χειρουργού.
Επιπρόσθετα η σύγχρονη τεχνολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών και επεξεργασίας εικόνας επιτρέπει πολύ μεγάλες «βελτιώσεις» στις εικόνες γυναικών που προβάλλονται στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Η τάση αυτή για την προβολή ενός εξωραϊσμένου – διορθωμένου – μη πραγματικού εαυτού έχει επεκταθεί από τα γυναικεία περιοδικά μόδας και τα αντρικά «lifestyle» περιοδικά με ημίγυμνες έως και την καθημερινότητα στη μέση γυναίκα με την χρήση φίλτρων στις φωτογραφίες στο facebook και το instagram. Το 2002 η Τζέιμι Λι Κέρτις ομολόγησε ότι «έχει μάλλον μεγάλο στήθος, λίγο κοιλίτσα και λίπος στην πλάτη» έπειτα από μια φωτογράφηση σε ένα περιοδικό που επεξεργάστηκε την εικόνα της (Wallace, 2002). Με αυτό τον τρόπο πιθανά ήθελε να κάνει γνωστό οι εικόνες στα ΜΜΕ σπανίως είναι πραγματικές.
Οι «διάσημες» γυναίκες, επίσης, έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν διαιτολόγους και γυμναστές για να τις φροντίζουν αναφορικά με το βάρος τους, στυλίστες και μόδιστρους να ράβουν ρούχα πάνω τους για να κρύβουν κάθε ατέλεια τους, ενώ συχνά φορούν βοηθητικό ρουχισμό για να δίνει σχήμα στο σώμα τους πριν από δημόσιες εμφανίσεις. Αυτό βέβαια δεν τις κάνει λιγότερο επιρρεπείς σε διαταραγμένη εικόνα σώματος και διατροφικές διαταραχές από ότι άλλες γυναίκες με πρόσφατο παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, την αποθανούσα Νανά Καραγιάννη. Το πρόβλημα φαίνεται να οξύνεται από την ίδια του την ανατροφοδότηση όταν δημοσιεύματα με γυναίκες που έχουν καμπύλες θεωρούνται πολύ θελκτικές ή από άλλες που ανέκαμψαν σε χρόνο ρεκόρ στον «ιδανικό» σωματότυπο έπειτα από μια εγκυμοσύνη.
Πριν από 30 χρόνια το μέσο μοντέλο είχε 8% μικρότερο δείκτη μάζας σώματος από τη μέση γυναίκα ενώ σε νεότερες μελέτες έχει φανεί να έχει 23%, κάτι που αντανακλά τον αυξανόμενο επιπολασμό της παχυσαρκίας αλλά και το συνεχώς πιο αδύνατο πρότυπο (Kilbourne, 1999). Εξετάζοντας περισσότερο τα ΜΜΕ θα δούμε συχνά να προτρέπουν για διατροφή και άσκηση, άλλοτε με σωστό τρόπο και άλλοτε με ακραίους τρόπους από τον κάθε μη ειδικό. Αυτό που είναι ακόμα χειρότερο όμως είναι ότι θα δούμε πάρα πολλές διαφημίσεις για προϊόντα που υπόσχονται γρήγορο και μόνιμο αδυνάτισμα. Η βιομηχανία συμπληρωμάτων διατροφής και προϊόντων αδυνατίσματος είναι μία από τις πιο επικερδής παγκοσμίως με τζίρους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων (Pipher, 1995). Με πολλά συμπληρώματα που πολυδιαφημίζονται τελικά να αποδεικνύονται επιβλαβή και να αποσύρονται από την κυκλοφορία, με πρόσφατο παράδειγμα την ανάκληση του ροφήματος Choco – Slim από τον ΕΦΕΤ με κατηγορία επιβλαβών συστατικών και παραπλανητικής διαφήμισης (ΕΦΕΤ, 2017). Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο διαφήμισης και προώθησης περνά έντονα στις γυναίκες το μήνυμα ότι δεν είναι αρκετά όμορφες ή αδύνατες. Φυσικά όλα τα παραπάνω θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Η επιρροή των ΜΜΕ φαίνεται στο παράδειγμα των νησιών Φίτζι. Πριν την έλευση της τηλεόρασης, το 1995, δεν υπήρξε ποτέ στα νησιά Φίτζι περίπτωση ασθενούς με διατροφική διαταραχή. Αυτό κυρίως αποδόθηκε στην σημασία που έδιναν στην κουλτούρα των νησιών στη φυσιολογική όρεξη και διατροφή. Μετά την έλευση της τηλεόρασης και την προβολή τηλεοπτικών σειρών όπως «Beverly Hills 90210» και «Melrose Place», το 1998 το ποσοστό γυναικών που έκανε δίαιτα εκτινάχθηκε από 0% σε 69% και για πρώτη φορά οι κάτοικοι παρουσίασαν διατροφικές διαταραχές (Becker, Burwell, Gilman, Herzog, & Hamburg, 2002). Η επίδραση αυτή επεκτείνετε από την τηλεόραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς έχει φανεί ότι οι γυναίκες όσο πιο πολύ χρόνο δαπανούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook και Instagram) τόσο πιο αρνητική εικόνα σώματος έχουν (Eckler, Kalyango, & Paasch, 2017).
Επίδραση στην υγεία
Παραδόξως, σε σχέση με την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην εικόνα σώματος, πολλές μελέτες έχουν αναδείξει ότι η υπερβολική έκθεση παιδιών στην παρακολούθηση τηλεόρασης, τα περιοδικά και τις ταινίες συμβάλλει σε υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της παχυσαρκίας. Ακόμα και μετά από έλεγχο για συγχυτικούς παράγοντες, η υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας σε γυναίκες κι άνδρες κατά 50% (Fleming-Moran & Thiagarajah, 2005). Επίσης, φαίνεται ότι ο τύπος κι όχι το μέγεθος της έκθεσης σχετίζεται αρνητικά με την εικόνα σώματος. Συγκεκριμένα, ο βαθμός έκθεσης σε σαπουνόπερες και μουσικά βίντεο σχετίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με δυσαρέσκεια της σωματικής εικόνας και τάση για απώλεια βάρους (Tiggemann & Pickering, 1996). Επίσης, η υπερβολική «κατανάλωση» των μέσων ενημέρωσης πιθανά σχετίζεται και με κατάθλιψη, η οποία με τη σειρά της εξηγεί την αρνητική εικόνα σώματος στις γυναίκες.
Βασικές συνέπειες της διαταραγμένης εικόνας σώματος είναι η έξαρση της νευρογενούς βουλιμίας και ψυχογενούς ανορεξίας. Παθήσεις με ποσοστό θνησιμότητας που αγγίζει 5.1, 1.7 και 3.1 τοις χιλίοις ανά έτος για πάσχοντες από ψυχογενή ανορεξία, νευρογενή βουλημία και άλλες διατροφικές διαταραχές αντίστοιχα. Τα ποσοστά αυτά αξίζει να σημειωθεί ότι είναι τα υψηλότερα μεταξύ των ψυχιατρικών παθήσεων (Arcelus, Mitchell, Wales, & Nielsen, 2011). Πλέον, οι επιστήμονες ψυχικής υγείας τείνουν να αποδίδουν πολυπαραγοντική προέλευση στην εμφάνιση των παραπάνω νόσων σε σχέση με το παρελθόν, όπου η δυσλειτουργική οικογένεια αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο τεκμηρίωσης (Derenne & Beresin, 2006).
Μπορεί η δυναμική της οικογενειακής δομής και η βιολογική προδιάθεση να είναι μείζονος σημασίας, ωστόσο ίδιας σημαντικότητας είναι οι πολιτισμικές προσδοκίες της ομορφιάς. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης φαίνεται εμμέσως να συμμετέχουν ενεργά πια προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η εμφάνιση διαδικτυακών τόπων (Pro-ana sites και pro-mia sites για νευρογενή ανορεξία και βουλιμία αντίστοιχα) όπου άτομα με εγκατεστημένες διατροφικές διαταραχές προσκαλούν άλλους να ακολουθήσουν τον δικό τους τρόπο ζωής. Μάλιστα, εικόνες γυναικών που μοιάζουν με θύματα στρατοπέδων συγκέντρωσης χρησιμεύουν ως πρότυπο (Andrist, 2003).
Βέβαια το πρόβλημα δεν αφορά αποκλειστικά το γυναικείο φύλο. Πλέον, η συχνότητα εμφάνισης των διατροφικών διαταραχών στους άνδρες αυξάνεται ραγδαία και οι μετροσεξουαλ φιγούρες των ανδρικών περιοδικών αποκτούν όλο και περισσότερους οπαδούς βάζοντας τους άντρες σε ολοένα και μεγαλύτερο κίνδυνο (Woodside et al., 2001).
Σε κάθε περίπτωση, ο σύγχρονος άνθρωπος βομβαρδίζεται καθημερινά από πληροφορίες αντικρουόμενες. Από τη μια η πίεση των μέσων μαζικής ενημέρωσης για ισχνά και καλλίγραμμα σώματα και στον αντίποδα μια πολυδάπανη στρατηγική προώθησης συγκεκριμένων «παθογόνων» διατροφικών μοτίβων. Η σύγχυση που επικρατεί οδηγεί σε μια ποικιλομορφία σωματικής εικόνας, άλλοτε ισχνότητα κι άλλοτε παχυσαρκία, που είναι μεν ανησυχητική αλλά πλήρως κατανοητή. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να παραβλέπεται και η εξελικτική ροπή του ανθρώπου για επιβίωση και, κυρίως, για τη διατήρηση της υγείας του. Για παράδειγμα, μια μεγάλη μερίδα του κόσμου κατανοεί, πλέον, ότι η απώλεια βάρους δεν επιφέρει μόνο αισθητικά ορθά αποτελέσματα αλλά και μείωση των συνοδών κινδύνων της παχυσαρκίας όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις (Pope HG Jr, 2000).
Προτάσεις για αλλαγή
Είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Τόσο το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον όσο και οι επιστήμονες υγείας έχουν την υποχρέωση να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στις ευάλωτες γυναίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας.
Εν γένει, η παιδική ηλικία αποτελεί σταθμό για την πρόληψη εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και διαταραγμένης εικόνας σώματος και σύνθεσης μιας κουλτούρας που μένει κατά το δυνατό ανεπηρέαστη από επικίνδυνους εξωγενείς παράγοντες. Για παράδειγμα, οι γονείς οφείλουν με λεπτούς χειρισμούς να ενημερώσουν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και να λάβουν ακόμα και αυστηρά μέτρα όπως η μείωση της παρακολούθησης τηλεόρασης. Ειδικότερα, οι Αμερικάνοι παιδίατροι συνιστούν στους γονείς να μην επιτρέπουν την τηλεθέαση κατάλληλων εκπομπών πέραν των δυο ωρών ημερησίως. Συστήνουν, επίσης, να παρακολουθούν τηλεόραση μαζί με τα παιδιά τους έτσι ώστε να συζητούν το περιεχόμενο του προγράμματος και να εξηγούν στα παιδιά ότι πολλές φορές αυτό που βλέπουν στα μέσα μαζικής επικοινωνίας δεν είναι πάντοτε πραγματικό αλλά πολλές φορές πλαστό ή κατασκευασμένο (Burt JV, 1978).
Επιπλέον, οι γονείς μπορούν να εφαρμόσουν διατροφικές πρακτικές όπως η κατανάλωση των κυρίων γευμάτων στο τραπέζι από όλη την οικογένεια. Επίσης, η υιοθέτηση υγιεινών μικρών γευμάτων στα διαλείμματα του σχολείου, όπου είναι προετοιμασμένα από το σπίτι. Ακόμα, η παροχή συγκεκριμένου αριθμού «λιχουδιών» την εβδομάδα, έτσι ώστε να μην υπάρχει και το αίσθημα έλλειψης. Επίσης, οι ίδιοι οι γονείς οφείλουν να διατηρούν υγιεινές διατροφικές συνήθειες καθώς αποτελούν βασικό πρότυπο για τα παιδιά τους. Υπάρχουν πολλές μελέτες που έχουν δείξει ότι η διατροφική συμπεριφορά των παιδιών καθορίζεται από αυτή των γονιών (Davison & Birch, 2001). Οι γονείς ως κύριοι φορείς της αγωγής των παιδιών οφείλουν να μαθαίνουν τα παιδιά να αγαπούν το σώμα τους και να κατανοούν ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Ακόμα περισσότερο να αμφισβητούν την ίδια την έννοια της τελειότητας βοηθώντας τα να αποδεχθούν την ποικιλομορφία και να αντιληφθούν την ομορφιά σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Εκτός όμως από τους γονείς, ευθύνη και ρόλο πρέπει να αναλαμβάνουν και οι επιστήμονες υγείας. Πρέπει να μην λειτουργούν επικριτικά απέναντι στις διατροφικές συνήθειες των παιδιών και να μην απαγορεύουν καμία τροφή. Κατά βάση πρέπει να ενθαρρύνουν τη φυσική δραστηριότητα και ένα υγιεινό μοτίβο διατροφής. Επίσης, δεν πρέπει να εστιάζουν στο αισθητικό κομμάτι του σωματικού βάρους, καθώς μια ενδεχόμενη πίεση για απώλεια και αδυνάτισμα να οδηγήσει σε κάποια διατροφική διαταραχή. Όλοι οι επαγγελματίες υγείας που εμπλέκονται στην αγωγή των παιδιών, όπως παιδίατροι, διαιτολόγοι, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι κλπ, πρέπει να λαμβάνουν εκπαίδευση σωστής διαπαιδαγώγησης των παιδιών αναφορικά με την εικόνα σώματος, τη διατροφή αλλά και την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην κοινή αντίληψη. Αυτά φυσικά προσαρμοσμένα στο εκάστοτε αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού.
Τέλος, σημαντική μέριμνα οφείλουν να αναλάβουν και οι εκάστοτε κυβερνήσεις ασκώντας έλεγχο στις διαφημίσεις αλλά και θέτοντας «προδιαγραφές» των μοντέλων, διώκοντας ποινικά ιστoσελίδες (πχ pro – ana sites) που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγείας. Επιπλέον θα πρέπει να επενδύσουν στην εκπαίδευση όχι μόνο των παιδιών αλλά και όλων των φορέων που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο. Ενδιαφέρον παράδειγμα κυβερνητικής πρωτοβουλίας είναι αυτό της Γαλλικής κυβέρνησης που υποχρέωσε με σχετική νομοθεσία να αναγράφεται εμφανώς σε όλες τις φωτογραφίες αν είναι ψηφιακά επεξεργασμένες, έπειτα από αναγνώριση της επίδρασης των προτύπων που παρουσιάζονται (France24, 2017).
Συμπέρασμα
Η επιρροή των μέσων μαζικής επικοινωνίας φαίνεται να είναι καταλυτική στη δημιουργία προτύπων ομορφιάς, ενώ η πίεση που ασκούν στις γυναίκες φαίνεται δημιουργεί πολλές φορές ανασφάλειες, διαταραγμένη εικόνα σώματος ενώ υποστηρίζεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο πια στην εμφάνιση διατροφικών διαταραχών. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι ενήλικες, γονείς και επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών αναφορικά με την διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα, ενώ πρέπει να εμφυσήσουν αξίες θετικής εικόνας σώματος στα παιδιά με στόχο τόσο την καλύτερη σωματική και ψυχολογική ανάπτυξη όσο και τη θωράκισή τους απέναντι στα αντικρουόμενα ερεθίσματα. Ωστόσο, η πρόοδος σε αυτό δεν μπορεί να είναι γρήγορη αν αναλογιστεί κανείς πόσο δύσκολο είναι να πείσει ένα παιδί να φάει στο διάλλειμα ένα μήλο αντί για μια σοκοφρέτα, όταν πολιορκείται από πλήθος άλλων μηνυμάτων. Οι κρατικοί φορείς αντίστοιχα θα μπορούσαν να επενδύσουν στην εκπαίδευση των παιδιών, των γονέων και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα που άπτονται της αντίληψης της διαφήμισης, της εικόνας σώματος, μόδας και ομορφιάς αλλά και αναφορικά με τον υγιεινό τρόπο ζωής. Τέλος πιο δραστικές νομικές παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε μικρό χρονικό διάστημα.
Βιβλιογραφία
Anderson BS, Z. J. (1999). A History of Their Own: Women in Europe from Prehistory to the Present. New York: Oxford University Press, Inc.
Andrist, L. C. (2003). Media images, body dissatisfaction, and disordered eating in adolescent women. MCN Am J Matern Child Nurs, 28(2), 119-123. doi: 00005721-200303000-00014 [pii]
Arcelus, J., Mitchell, A. J., Wales, J., & Nielsen, S. (2011). Mortality rates in patients with anorexia nervosa and other eating disorders. A meta-analysis of 36 studies. Arch Gen Psychiatry, 68(7), 724-731. doi: 68/7/724 [pii]
10.1001/archgenpsychiatry.2011.74
Becker, A. E., Burwell, R. A., Gilman, S. E., Herzog, D. B., & Hamburg, P. (2002). Eating behaviours and attitudes following prolonged exposure to television among ethnic Fijian adolescent girls. Br J Psychiatry, 180, 509-514. doi: S0007125000161112 [pii]
Brumberg. (1997). The Body Project: An Intimate History of American Girls. New York: Random House.
Burt JV, H. A. (1978). Parental influence on the child’s food preference. J Nutr Educ Behav, 10, 127-130.
Davison, K. K., & Birch, L. L. (2001). Weight status, parent reaction, and self-concept in five-year-old girls. Pediatrics, 107(1), 46-53.
Derenne, J. L., & Beresin, E. V. (2006). Body image, media, and eating disorders. Acad Psychiatry, 30(3), 257-261. doi: 30/3/257 [pii]
10.1176/appi.ap.30.3.257
Eckler, P., Kalyango, Y., & Paasch, E. (2017). Facebook use and negative body image among U.S. college women. Women Health, 57(2), 249-267. doi: 10.1080/03630242.2016.1159268
Fallon. (1994). Feminist Perspectives on Eating Disorders. . New York: Guilford Press, .
Fernandez-Alvira, J. M., Te Velde, S. J., Singh, A., Jimenez-Pavon, D., De Bourdeaudhuij, I., Bere, E., et al. (2015). Parental modeling, education and children’s sports and TV time: the ENERGY-project. Prev Med, 70, 96-101. doi: S0091-7435(14)00464-2 [pii]
10.1016/j.ypmed.2014.11.021
Field, A. E., Camargo, C. A., Jr., Taylor, C. B., Berkey, C. S., Roberts, S. B., & Colditz, G. A. (2001). Peer, parent, and media influences on the development of weight concerns and frequent dieting among preadolescent and adolescent girls and boys. Pediatrics, 107(1), 54-60.
Fleming-Moran, M., & Thiagarajah, K. (2005). Behavioral interventions and the role of television in the growing epidemic of adolescent obesity–data from the 2001 Youth Risk Behavioral Survey. Methods Inf Med, 44(2), 303-309. doi: 05020303 [pii]
France24. (2017). New French law says airbrushed or Photoshopped images must be labelled, from https://www.france24.com/en/20170930-france-fashion-photoshop-law-models-skinny
Hail, L., & Le Grange, D. (2018). Bulimia nervosa in adolescents: prevalence and treatment challenges. Adolesc Health Med Ther, 9, 11-16. doi: 10.2147/AHMT.S135326
ahmt-9-011 [pii]
Kilbourne. (1999). Deadly Persuation: Why women must fight the addictive power of advertising: New York: Free Press.
Pipher. (1995). Hunger Pains: The modern Woman’s Tragic Quest for Thiness. New York: Ballantine Books.
Pitsavos, C., Panagiotakos, D. B., Lentzas, Y., & Stefanadis, C. (2005). Epidemiology of leisure-time physical activity in socio-demographic, lifestyle and psychological characteristics of men and women in Greece: the ATTICA Study. BMC Public Health, 5, 37. doi: 1471-2458-5-37 [pii]
10.1186/1471-2458-5-37
Pope HG Jr, P. K., Olivarda R. (2000). The Adonis Complex, Free Press.
Tambalis, K. D., Panagiotakos, D. B., Psarra, G., & Sidossis, L. S. (2018). Current data in Greek children indicate decreasing trends of obesity in the transition from childhood to adolescence; results from the National Action for Children’s Health (EYZHN) program. J Prev Med Hyg, 59(1), E36-E47. doi: 10.15167/2421-4248/jpmh2018.59.1.797
Thesander. (1997). The Feminine Ideal. London: Reaktion Books.
Tiggemann, M., & Pickering, A. S. (1996). Role of television in adolescent women’s body dissatisfaction and drive for thinness. Int J Eat Disord, 20(2), 199-203. doi: 10.1002/(SICI)1098-108X(199609)20:2<199::AID-EAT11>3.0.CO;2-Z [pii]
10.1002/(SICI)1098-108X(199609)20:2<199::AID-EAT11>3.0.CO;2-Z
Wallace. (2002). Jamie Lee Curtis: True Thighs. More.
WHO. (2018). Global Health Observatory data repository, from http://apps.who.int/gho/data/node.main.BMIANTHROPOMETRY?lang=en
Woodside, D. B., Garfinkel, P. E., Lin, E., Goering, P., Kaplan, A. S., Goldbloom, D. S., et al. (2001). Comparisons of men with full or partial eating disorders, men without eating disorders, and women with eating disorders in the community. Am J Psychiatry, 158(4), 570-574. doi: 10.1176/appi.ajp.158.4.570
ΕΦΕΤ. (2017). ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Ενημέρωση σχετικά με ανάκληση «ΣΟΚΟΛΑΤΟΥΧΟΥ ΡΟΦΗΜΑΤΟΣ».
- Date 28 Απριλίου 2020
- Tags Γυναίκα και διατροφή, Διατροφή και ψυχική υγεία